ἐξαλείφει

ἐξαλείφει
ἐξαλείφω
plaster
pres ind mp 2nd sg
ἐξαλείφω
plaster
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμβλυωπία — Ελαττωματική όραση του ενός ή και των δύο ματιών. Η χρησιμοποίηση φακών δεν την εξαλείφει. Υπάρχουν διάφορα είδη α., με κυριότερα τη συγγενή (δηλαδή, εκ γενετής) και την επίκτητη. Η δεύτερη μπορεί να προέρχεται από διάφορα αίτια, ακόμα και από… …   Dictionary of Greek

  • αναλγητικός — ή, ό [ανάλγητος] 1. αυτός που εξαλείφει την αίσθηση τού πόνου, καταπραϋντικός, ηρεμιστικός 2. (ο πληθυντικός τού ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αναλγητικά* φαρμακευτικές ουσίες που ανακουφίζουν τον πόνο …   Dictionary of Greek

  • αντεπίδραση — η επίδραση που εξαλείφει ή επηρεάζει άλλη επίδραση …   Dictionary of Greek

  • απαλειπτικός — ἀπαλειπτικός, ή, όν (Α) αυτός που εξαλείφει κάτι …   Dictionary of Greek

  • εξαλείπτωρ — ἐξαλείπττωρ, ο (Μ) [εξαλείφω] αυτός που εξαλείφει («ἐξαλείπτωρ πταισμάτων») …   Dictionary of Greek

  • εξαλείφω — (AM ἐξαλείφω) [αλείφω] 1. αφαιρώ κάτι (κηλίδα, σήμα κ.λπ.) από μια επιφάνεια με τρίψιμο, σβήνω («εξάλειψε τις κηλίδες με μπογιά») 2. (για πράξη, κατάσταση, συναίσθημα) σβήνω, βγάζω από τον νου, τη σκέψη μου («πάσας τὰς ἐλπίδας ἐξαλείψαντες,… …   Dictionary of Greek

  • εξαλειπτήριος — α, ο (Α ἐξαλειπτήριος, ον) [εξαλείφω] αυτός που έχει την ιδιότητα να εξαλείφει …   Dictionary of Greek

  • σκορπιστικός — ή, όν, Α [σκορπιστός] αυτός που διασκορπίζει και, κυρίως, αυτός που εξαλείφει κάτι …   Dictionary of Greek

  • τυλοφθόρος — α, ο, Ν 1. αυτός που φθείρει, που εξαλείφει τους τύλους 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τυλοφθόρα (φαρμ.) ουσίες που μαλακώνουν ή διαλύουν την κεράτινη στιβάδα τού δέρματος και χρησιμοποιούνται για την εξάλειψη τών κάλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύλος +… …   Dictionary of Greek

  • φανατισμός — Συναισθηματική έξαρση που οδηγεί σε υπερβολές κάθε είδους. Αρχικά ο όρος είχε μόνο θρησκευτική έννοια, αλλά στη σημερινή γλώσσα επεκτάθηκε ώστε να σημαίνει και την έξαρση που κατέχει εκείνον που πιστεύει πως είναι επιφορτισμένος με μια αποστολή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”